↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βανδαλισμός οι βανδαλισμοί
      γενική του βανδαλισμού των βανδαλισμών
    αιτιατική τον βανδαλισμό τους βανδαλισμούς
     κλητική βανδαλισμέ βανδαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βανδαλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική vandalisme < Vandal(e) ("Βάνδαλος") + -isme[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /van.ða.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαν‐δα‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βανδαλισμός αρσενικό

  • άσκοπη καταστροφή αγαθών, ή έργων τέχνης
    ※  Απέναντι σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι τα γκράφιτι είναι βανδαλισμός και πληγή στο πρόσωπο της συνοικίας υπάρχουν και αυτοί που τα υποστηρίζουν, θεωρώντας τα το καρδιογράφημα μιας ζωντανής πόλης (Αγγελική Γιαννικοπούλου, Το εικονογραφημένο βιβλίο στην προσχολική εκπαίδευση, εκδ. Πατάκης, 2016)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία