Δείτε επίσης: Πῶλος, πώλος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / πῶλος οἱ/αἱ πῶλοι
      γενική τοῦ/τῆς πώλου τῶν πώλων
      δοτική τῷ/τῇ πώλ τοῖς/ταῖς πώλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν πῶλον τοὺς/τὰς πώλους
     κλητική ! πῶλε πῶλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πώλω
γεν-δοτ τοῖν  πώλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «πῶλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πῶλος, ήδη μυκηναϊκή 𐀡𐀫 (po-ro) < ανάγεται σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂w- (συγγενικό το παῖς)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πώλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία