πωλοδάμνης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πωλοδᾰμν- | |||||
ονομαστική | ὁ | πωλοδάμνης | οἱ | πωλοδάμναι | |
γενική | τοῦ | πωλοδάμνου | τῶν | πωλοδαμνῶν | |
δοτική | τῷ | πωλοδάμνῃ | τοῖς | πωλοδάμναις | |
αιτιατική | τὸν | πωλοδάμνην | τοὺς | πωλοδάμνᾱς | |
κλητική ὦ! | πωλοδάμνη | πωλοδάμναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πωλοδάμνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πωλοδάμναιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπωλοδάμνης, -ου αρσενικό
- (επάγγελμα) δαμαστής αλόγων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 13.7
- οἵ τε γοῦν πῶλοι μανθάνουσιν ὑπακούειν τοῖς πωλοδάμναις τῷ ὅταν μὲν πείθωνται τῶν ἡδέων τι αὐτοῖς γίγνεσθαι, ὅταν δὲ ἀπειθῶσι πράγματα ἔχειν, ἔστ᾽ ἂν ὑπηρετήσωσι κατὰ γνώμην τῷ πωλοδάμνῃ·
- Τα πουλάρια μαθαίνουν να υπακούουν στους ιπποδαμαστές τους με το να παίρνουν κάτι που τους ευχαριστεί όταν υπακούουν, και με το να ταλαιπωρούνται όταν δεν υπακούουν, μέχρι να γίνουν υποχείρια στη θέληση του 'δαμαστή.
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἵ τε γοῦν πῶλοι μανθάνουσιν ὑπακούειν τοῖς πωλοδάμναις τῷ ὅταν μὲν πείθωνται τῶν ἡδέων τι αὐτοῖς γίγνεσθαι, ὅταν δὲ ἀπειθῶσι πράγματα ἔχειν, ἔστ᾽ ἂν ὑπηρετήσωσι κατὰ γνώμην τῷ πωλοδάμνῃ·
- ≈ συνώνυμα: πωλοδαμαστής
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 13.7
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πωλοδάμνης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πωλοδάμνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.