• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πουλάρι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουλάρι τα πουλάρια
      γενική του πουλαριού των πουλαριών
    αιτιατική το πουλάρι τα πουλάρια
     κλητική πουλάρι πουλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα άσπρο πουλάρι

Ετυμολογία

επεξεργασία
πουλάρι < μεσαιωνική ελληνική πουλάριν < αρχαία ελληνική πωλάριον, υποκοριστικό του πῶλος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /puˈla.ɾi/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πουλάρι ουδέτερο (θηλυκό: πουλάρα)

  • (θηλαστικό ζώο) το μικρό του αλόγου, του γαϊδουριού ή του μουλαριού

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αλογάκι
  • γαϊδουράκι
  • μουλαράκι
  • πώλος (λόγιο)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πουλάρι
  • αγγλικά : foal (en), colt (en)
  • γαλλικά : poulain (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πουλάρι&oldid=5628849"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Νοεμβρίου 2022, στις 21:53

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Magyar
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Νοεμβρίου 2022, στις 21:53. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας