πουλάρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουλάρι | τα | πουλάρια |
γενική | του | πουλαριού | των | πουλαριών |
αιτιατική | το | πουλάρι | τα | πουλάρια |
κλητική | πουλάρι | πουλάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πουλάρι < μεσαιωνική ελληνική πουλάριν < αρχαία ελληνική πωλάριον, υποκοριστικό του πῶλος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πουλάρι ουδέτερο (θηλυκό: πουλάρα)
- (ζωολογία) το μικρό του αλόγου, του γαϊδουριού ή του μουλαριού