πουλάριν
Ετυμολογία
επεξεργασία- πουλάριν < πωλάριν με τροπή [o] > [u] λόγω της επίδρασης του χειλικού [p][1] και του [r][2] < αρχαία ελληνική πωλάριον. Δείτε και πουλάριον.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: πουλάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουλάριν ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το πουλάρι
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχος 429 (425-430), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.192@archive.org
- άλλες μορφές: πουλάριον πωλάριν, πουλάρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πουλάρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πουλάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας