αλογάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλογάκι | τα | αλογάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αλογάκι | τα | αλογάκια |
κλητική | αλογάκι | αλογάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλογάκι < άλογ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλογάκι ουδέτερο
- μικρό άλογο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλογάκι
|