Πήγασος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πήγασος | οι | Πήγασοι |
γενική | του | Πήγασου & Πηγάσου |
των | Πήγασων & Πηγάσων |
αιτιατική | τον | Πήγασο | τους | Πήγασους & Πηγάσους |
κλητική | Πήγασε | Πήγασοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πήγασος < Πήγασος (μυθολογικό άλογο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠήγασος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) φτερωτό άλογο, γιος της Μέδουσας και του Ποσειδώνα, αφού παράχθηκε από το αίμα της πρώτης κατά διαταγή του Ποσειδώνα όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας
- όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση.
- συντομογραφία: Peg
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πήγασος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πήγασος
|