Μέδουσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέδουσα | ||
γενική | της | Μέδουσας | ||
αιτιατική | τη | Μέδουσα | ||
κλητική | Μέδουσα | |||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μέδουσα < αρχαία ελληνική Μέδουσα < μέδουσα, θηλυκό του μέδων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μέδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *med- (μετρώ, συμβουλεύω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Μέδουσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μυθολογία) μία από τις Γοργόνες με τερατώδη μορφή: είχε σώμα και κεφάλι γυναίκας και φίδια για μαλλιά. Όποιος την αντίκρυζε πέτρωνε από το φόβο. Τη σκότωσε ο Περσέας με τη βοήθεια της Αθηνάς
- (μετωνυμία) καθετί που με τη μορφή του προκαλεί φόβο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Μέδουσα
|
|