Μέδουσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέδουσα | ||
γενική | της | Μέδουσας | ||
αιτιατική | τη | Μέδουσα | ||
κλητική | Μέδουσα | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μέδουσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc, θηλυκό του Μέδων → και δείτε τη λέξη μέδουσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈme.ðu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μέ‐δου‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜέδουσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις Γοργόνες με τερατώδη μορφή: είχε σώμα και κεφάλι γυναίκας και φίδια για μαλλιά. Όποιος την αντίκρυζε πέτρωνε από το φόβο. Τη σκότωσε ο Περσέας με τη βοήθεια της Αθηνάς
- (μετωνυμία) καθετί που με τη μορφή του προκαλεί φόβο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μέδουσα
|
Πηγές
επεξεργασία- Μέδουσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- → δείτε και τη λέξη μέδουσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μέδουσα, μέδουσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.