κορινθιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κορινθιακός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κορινθιακός[1] < Κορίνθιος + -ακός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ɾin.θi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ριν‐θι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
κορινθιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την Κόρινθο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή, τους κατοίκους της ή την ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) που σχετίζεται με τον κορινθιακό ρυθμό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κορινθιακά
- → δείτε τη λέξη Κόρινθος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κορινθιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας