κοριτσόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοριτσόπουλο < κορίτσι + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοριτσόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του κορίτσι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοριτσόπουλο
|