Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντόπουλο τα αρχοντόπουλα
      γενική του αρχοντόπουλου των αρχοντόπουλων
    αιτιατική το αρχοντόπουλο τα αρχοντόπουλα
     κλητική αρχοντόπουλο αρχοντόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχοντόπουλο < άρχοντας + υποκοριστική κατάληξη -όπουλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχοντόπουλο ουδέτερο

  • το παιδί τού άρχοντα ή του πλουσίου
    χτες στη δεξίωση, είδα το αρχοντόπουλο τού βασιλιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία