Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοσκόπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βοσκόπουλ
ο
τα
βοσκόπουλ
α
γενική
του
βοσκόπουλ
ου
των
βοσκόπουλ
ων
αιτιατική
το
βοσκόπουλ
ο
τα
βοσκόπουλ
α
κλητική
βοσκόπουλ
ο
βοσκόπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βοσκόπουλο
<
βοσκ(ός)
+
-όπουλο
(<
-πουλος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βοσκόπουλο
ουδέτερο
(
θηλυκό
βοσκοπούλα
)
(
υποκοριστικό
)
νεαρός
βοσκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοσκόπουλο
γαλλικά
:
jeune
(fr)
berger
(fr)