jeune
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jeune | jeunes |
jeune (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jeune | jeunes |
jeune (fr)
Δείτε επίσης : jeûne |
ενικός | πληθυντικός |
jeune | jeunes |
jeune (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
jeune | jeunes |
jeune (fr)