Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αετόπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αετόπουλ
ο
τα
αετόπουλ
α
γενική
του
αετόπουλ
ου
των
αετόπουλ
ων
αιτιατική
το
αετόπουλ
ο
τα
αετόπουλ
α
κλητική
αετόπουλ
ο
αετόπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αετόπουλο
<
μεσαιωνική ελληνική
ἀετόπουλον
<
ἀετός
+
-πουλον
,
ουδέτερο
του
-πουλος
αετόπουλα
που μόλις βγήκαν από το αυγό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αετόπουλο
ουδέτερο
ο
νεοσσός
του
αετού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αετόπουλο
αγγλικά
:
eaglet
(en)
γαλλικά
:
aiglon
(fr)