Ετυμολογία

επεξεργασία
πρίγκιψ < όψιμη (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πρίγκιψ[1] < λατινική princeps < primus (πρώτος) + capio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρίγκιψ αρσενικό (θηλυκό πριγκίπισσα)

  • άλλη μορφή του πρίγκεψ[2], o πρίγκιπας
    ※  10ος αιώνας - Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829, 679, 8
    Οἷς ὀφείλει ὁ βασιλεὺς ὀνόμασι τιμᾷν τοῖς μεγιστᾶσι καὶ πρώτοις τῶν ἐθνῶν. ᾿Εξουσιοκράτωρ, ἐξουσιάρχης, ἐξουσιαστὴς, ἄρχων τῶν ἀρχόντων, ἀρχηγὸς, ἀρχηγέτης, ἄρχων, ἐξάρχων, προηγεμὼν, ἡγεμονάρχης, ἡγεμὼν, καθηγεμὼν, δυνάστης, προηγήτωρ, ἡγήτωρ, πρῶτος, ἔφορος, ὑπερέχων, διατάκτωρ, πανυπέρτατος, ὑπέρτατος, κοίρανος, μεγαλόδοξος. † ῥὴξ, πρίγκιψ, δοὺξ, συγκλητικὸς, ἐθνάρχης, τοπάρχης, σατράπης, φύλαρχος, πάτραρχος, στρατηγὸς, στρατάρχης, στρατίαρχος, στρατηλάτης, ταξίαρχος, ταξιάρχης, μεγαλοπρεπέστατος, μεγαλοπρεπὴς, πεποθημένος, ἐνδοξότατος, ἔνδοξος, περιφανέστατος, περιφανὴς, περίβλεπτος, περιβλεπτότατος, εὐγενέστατος, εὐγενὴς, ἀριπρεπέστατος, ἀριπρεπὴς, ἀγλαώτατος, ἀγλαὸς, ἐριτιμώτατος, ἐρίτιμος, γερουσιώτατος, γερούσιος, φαιδιμώτατος, φαίδιμος, κυριώτατος, κύριος, ἐντιμώτατος, ἔντιμος, προηγούμενος, ἡγούμενος, ὀλβιώτατος, ὄλβιος, βουληφόρος, ἀρωγὸς, ἐπίκουρος, ἐπίῤῥοθος, ἀμάντωρ.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πρίγκιπες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πρίγκιψ - LBG, πρίγκεψ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)