Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πριγκιπικός η πριγκιπική το πριγκιπικό
      γενική του πριγκιπικού της πριγκιπικής του πριγκιπικού
    αιτιατική τον πριγκιπικό την πριγκιπική το πριγκιπικό
     κλητική πριγκιπικέ πριγκιπική πριγκιπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πριγκιπικοί οι πριγκιπικές τα πριγκιπικά
      γενική των πριγκιπικών των πριγκιπικών των πριγκιπικών
    αιτιατική τους πριγκιπικούς τις πριγκιπικές τα πριγκιπικά
     κλητική πριγκιπικοί πριγκιπικές πριγκιπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριγκιπικός < Κατά τον Μπαμπινιώτη[1] δημιουργία λέξης (ήδη από το 1895)[2][3] με πριγκιπ- (< πρίγκιψ) + -ικός (και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική princier κατά τον Πετρούνια στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη[4])
Κατά τον Χαραλαμπάκη,[5] μεσαιωνική ελληνική πριγκιπικός < πρίγκιπας / πρίγκιψ / πρίγκεψ < λατινική princeps

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾiŋ.ɟi.piˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρι‐γκι‐πι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πριγκιπικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που ταιριάζει ή αναφέρεται σε πρίγκιπα
    πριγκιπικός γάμος, πριγκιπικό ζεύγος, πριγκιπική υποδοχή
  2. (μεταφορικά) μεγαλοπρεπής, πολυτελής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πρίγκιπας, πριγκιπικός [1895] - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. +πριγκηπικός - σελ. 837, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    ΣτΕ: ο σταυρός δηλώνει «ότι η λέξις είναι νοθογενής» δηλαδή προέρχεται από δύο γλώσσες.(Από την Εισαγωγή -γραμμένη από τον γιο του-, σελ.ϛ΄)
  3. πριγκιπικός σελ.6052 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  4. πριγκιπικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  5. πριγκιπικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριγκιπικός' < πρίγκιψ / πρίγκεψ πριγιπ- / πριγκηπ- + -ικός < λατινική princeps

  Επίθετο επεξεργασία

πριγκιπικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία