πριγκιπικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πριγκιπικά < πριγκιπικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπριγκιπικά
- με πριγκιπικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πριγκιπικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπριγκιπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πριγκιπικός