πριγκιπάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πριγκιπάτο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πριγκιπᾶτον < ιταλική principato[1] < λατινική prīncipātus < princeps < primus + apio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾiŋ.ɟiˈpa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρι‐γκι‐πά‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριγκιπάτο ουδέτερο
- μοναρχικό κράτος, που κυβερνάται από μονάρχη με τον τίτλο του πρίγκιπα ή της πριγκίπισσας
- ※ Το μικροσκοπικό πριγκιπάτο της Μεσογείου, που με την πρώτη ματιά δίνει την αίσθηση της τελειότητας, αντιπροσωπεύει σήμερα ένα αγαπημένο μέρος για μόνιμη κατοικία εφοπλιστών, διασημοτήτων, καλλιτεχνών και γαλαζοαίματων, οι οποίοι, εκτός από τον κοσμοπολίτικο αέρα, απολαμβάνουν παράλληλα και ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. [(@ethnos.gr)
- ⮡ 1917. Προσπάθεια ίδρυσης του Πριγκιπάτου της Πίνδου στη Ήπειρο από τον Αλκιβιάδη Διαμάντη (Όργανο της ιταλικής διπλωματίας περισσότερο) και της Ένωσης Ρουμανικών Κοινοτήτων απο τον ίδιο στα Γρεβενά.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πρίγκιπας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πριγκιπάτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πριγκιπάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας