princo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | princo | princoj |
αιτιατική | princon | princojn |
princo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | princo | princoj |
αιτιατική | princon | princojn |
princo (eo)