Ετυμολογία

επεξεργασία
τσάρεβιτς < (άμεσο δάνειο) ρωσική царевич (carévič)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσάρεβιτς αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό τσαρέβνα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • τσαρέβιτς (σύμφωνα με τον τονισμό στα ρωσικά· σπάνιο)

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία