Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσάρεβιτς < (άμεσο δάνειο) ρωσική царевич (carévič)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάρεβιτς αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό τσαρέβνα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • τσαρέβιτς (σύμφωνα με τον τονισμό στα ρωσικά· σπάνιο)

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία