Δείτε επίσης: ἐπίκουρος, Επίκουρος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επίκουρος < αρχαία ελληνική ἐπίκουρος < ἐπί (επί-) + *κοῦρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers (τρέχω) (πβ λατινικά curro)

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίκουρος η επίκουρη το επίκουρο
      γενική του επίκουρου της επίκουρης του επίκουρου
    αιτιατική τον επίκουρο την επίκουρη το επίκουρο
     κλητική επίκουρε επίκουρη επίκουρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίκουροι οι επίκουρες τα επίκουρα
      γενική των επίκουρων των επίκουρων των επίκουρων
    αιτιατική τους επίκουρους τις επίκουρες τα επίκουρα
     κλητική επίκουροι επίκουρες επίκουρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

επίκουρος, -η, -ο

  1. που έχει θέση ή ρόλο βοηθού
  2. που κατέχει μια θέση κατώτερη σε σχέση με κάποιον άλλον στην ιεραρχία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επίκουρος οι επίκουροι
      γενική του/της
του
επικούρου
επίκουρου
των επικούρων
    αιτιατική τον/την επίκουρο τους/τις
τους
επικούρους
επίκουρους
     κλητική επίκουρε επίκουροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

επίκουρος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία