Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

assistant professor (en)

  • o καθηγητής της κατώτερης βαθμίδας στα αμερικανικά πανεπιστήμια, που δεν έχει αποκτήσει ακόμα μονιμότητα (βλέπε επίκουρος)