Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  επίκουρος και καθηγητής

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

επίκουρος καθηγητής αρσενικό