λέκτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | λέκτορας | οι | λέκτορες |
γενική | του του/της |
λέκτορα λέκτορος |
των | λεκτόρων |
αιτιατική | τον/τη | λέκτορα | τους/τις | λέκτορες |
κλητική | λέκτορα | λέκτορες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λέκτορας < (καθαρεύουσα) λέκτ(ωρ) + -ορας < λατινική lector, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική lecturer[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Lektor[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλέκτορας αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & σπάνιο λεκτόρισσα[1] [2])
- πανεπιστημιακός βαθμός, ο κατώτερος στην ιεραρχία των εκλεγμένων διδασκόντων με διδακτορικό τίτλο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λέκτορας
- ↑ 1,0 1,1 λέκτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 λέκτορας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)