συνεπικουρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεπικουρία < μεσαιωνική ελληνική συνεπικουρία[1] < συνεπίκουρος < αρχαία ελληνική σύν + ἐπίκουρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεπικουρία θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνεπικουρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεπικουρία
|
Πηγές
επεξεργασία- συνεπικουρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συνεπικουρία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: συνεπίκουρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνεπικουρία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)