ἐπίκουρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐπίκουρος | οἱ | ἐπίκουροι |
γενική | τοῦ | ἐπικούρου | τῶν | ἐπικούρων |
δοτική | τῷ | ἐπικούρῳ | τοῖς | ἐπικούροις |
αιτιατική | τὸν | ἐπίκουρον | τοὺς | ἐπικούρους |
κλητική ὦ! | ἐπίκουρε | ἐπίκουροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικούρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικούροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπίκουρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπίκουρος, -ου αρσενικό
- βοηθός, σύμμαχος
- (στον πληθυντικό) μισθοφόροι στρατιώτες
- σωματοφύλακες βασιλιάδων
Επίθετο
επεξεργασίαἐπίκουρος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία- αἰνεπίκουρος
- ἐπικούριος
- → και δείτε τη λέξη ἐπικουρέω
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίκουρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίκουρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.