Δείτε επίσης: επίκουρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίκουρος οἱ ἐπίκουροι
      γενική τοῦ ἐπικούρου τῶν ἐπικούρων
      δοτική τῷ ἐπικούρ τοῖς ἐπικούροις
    αιτιατική τὸν ἐπίκουρον τοὺς ἐπικούρους
     κλητική ! ἐπίκουρε ἐπίκουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπικούρω
γεν-δοτ τοῖν  ἐπικούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίκουρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπίκουρος, -ου αρσενικό

  1. βοηθός, σύμμαχος
  2. (στον πληθυντικό) μισθοφόροι στρατιώτες
  3. σωματοφύλακες βασιλιάδων


→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίκουρος τὸ ἐπίκουρον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπικούρου τοῦ ἐπικούρου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπικούρ τῷ ἐπικούρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίκουρον τὸ ἐπίκουρον
     κλητική ! ἐπίκουρε ἐπίκουρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίκουροι τὰ ἐπίκουρ
      γενική τῶν ἐπικούρων τῶν ἐπικούρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπικούροις τοῖς ἐπικούροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπικούρους τὰ ἐπίκουρ
     κλητική ! ἐπίκουροι ἐπίκουρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπικούρω τὼ ἐπικούρω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπικούροιν τοῖν ἐπικούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπίκουρος, -ος, -ον

  1. βοηθός, αρωγός
  2. προστάτης, υπερασπιστής

Συγγενικά

επεξεργασία