↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαλάφρωμα τα ξαλαφρώματα
      γενική του ξαλαφρώματος των ξαλαφρωμάτων
    αιτιατική το ξαλάφρωμα τα ξαλαφρώματα
     κλητική ξαλάφρωμα ξαλαφρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαλάφρωμα < ξαλαφρώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξαλάφρωμα ουδέτερο

  1. ανακούφιση από την απαλλαγή ενός βάρους υλικού ή ψυχικού
  2. ανακούφιση από την επιτυχή έκβαση μιας προσπάθειας στην τουαλέτα για κάποια φυσική ανάγκη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία