παραθετικά
θετικός windy
συγκριτικός windier
υπερθετικός windiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
windy < wind + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

windy (en)

  1. για καιρό που έχει πολύ αέρα
    ⮡  a windy day - μέρα με αέρα
    ⮡  It’s very windy today.
    Φυσάει πολύ σήμερα./Έχει πολύ αέρα σήμερα.
    ⮡  Is it very windy in your village in the fall?
    Φυσάει πολύ στο χωριό σου το φθινόπωρο;
    ⮡  Yesterday it was very windy.
    Χθες φυσούσε πολύ.
  2. (για τόπο) ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος, ανεμώδης, που τον δέρνουν οι άνεμοι
    ⮡  The house was on a windy hill.
    Το σπίτι ήταν σ' έναν ανεμόδαρτο λόφο.
    ⮡  windy mountain peaks - ανεμοδαρμένες βουνοκορφές
    ⮡  When the windy area is located, the wind potential is harnessed by placing wind turbines.
    Όταν εντοπιστεί η ανεμώδης περιοχή, αξιοποιείται το αιολικό δυναμικό με τοποθέτηση ανεμογεννητριών.
     συνώνυμα: windswept
  3. ελικοειδής, που έχει κατεύθυνση έλικα
    ⮡  a windy road/staircase - ελικοειδής δρόμος/σκάλα
     συνώνυμα: winding