ανεμοδαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεμοδαρμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανεμοδέρνω (μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος ανεμοδέρνομαι). Μορφολογικά αναλύεται σε ανεμο- + δαρμένος (κατά το θαλασσοδαρμένος < θαλασσοδέρνομαι).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.mo.ðaɾˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐δαρ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαανεμοδαρμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανεμοδέρνω)
- ανεμόδαρτος, που τον ταλαιπωρούν οι ισχυροί άνεμοι, που είναι εκτεθειμένος στους ανέμους
- ⮡ ανεμοδαρμένα ύψη (το μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ)
- ⮡ ανεμοδαρμένες γέφυρες - ανεμοδαρμένο νησί
- ※ Πεδίο μάχης μετά το μακελειό ήταν οι ως χθες συγυρισμένες και λουλουδοσπαρμένες πρασιές στα ριζότοιχα της αυλής· ανάπηροι ήταν όλοι οι βασιλικοί της θείας, που κουτσοστέκουνταν ακόμα, αποκαμωμένοι, σαν ανεμοδαρμένοι, κρεμνώντας τα μαραζιασμένα φυλλαράκια τους έξω από τις γλάστρες τους.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ανεμοδέρνω, άνεμος και δέρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεμοδαρμένος
Πηγές
επεξεργασία- ανεμοδαρμένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανεμοδαρμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)