↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμώδης η ανεμώδης το ανεμώδες
      γενική του ανεμώδους της ανεμώδους του ανεμώδους
    αιτιατική τον ανεμώδη την ανεμώδη το ανεμώδες
     κλητική ανεμώδη(ς) ανεμώδης ανεμώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμώδεις οι ανεμώδεις τα ανεμώδη
      γενική των ανεμωδών των ανεμωδών των ανεμωδών
    αιτιατική τους ανεμώδεις τις ανεμώδεις τα ανεμώδη
     κλητική ανεμώδεις ανεμώδεις ανεμώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεμώδης < αρχαία ελληνική ἀνεμώδης < ἄνεμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.neˈmo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεμώδης -ης -ες

  1. ανεμοδαρμένος, που εκτίθεται σε ανέμους
  2. που προκαλείται από ανέμους
  3. που προμηνύει ανέμους
  4. αέρινος, ευάερος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία