ταχυεπίδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυεπίδεσμος < ταχυ- + επίδεσμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; δείτε τη Συζήτηση:ταχυεπίδεσμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.çi.eˈpi.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐ε‐πί‐δε‐σμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυεπίδεσμος αρσενικό
- (σπάνιο) εξελληνισμένη ονομασία για αυτοκόλλητο επίθεμα για μικρά τραύματα (είτε συγκεκριμένου μεγέθους, είτε σε ρολό που κόβεται στο επιθυμητό μήκος - πλάτος)
Συνώνυμα
επεξεργασία- χάνζαπλαστ, χανζαπλάστ (από τη μάρκα Hansaplast)
- τσιρότο, τσερότο (από την ιταλική λέξη cerotto)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχυεπίδεσμος
|