Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυ- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχυ- < ταχύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ-

  Πρόθημα επεξεργασία

ταχυ- ή ταχύ-

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυ- < ταχύς

  Πρόθημα επεξεργασία

ταχυ- ή ταχύ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία