↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχύγλωσσος η ταχύγλωσση το ταχύγλωσσο
      γενική του ταχύγλωσσου της ταχύγλωσσης του ταχύγλωσσου
    αιτιατική τον ταχύγλωσσο την ταχύγλωσση το ταχύγλωσσο
     κλητική ταχύγλωσσε ταχύγλωσση ταχύγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύγλωσσοι οι ταχύγλωσσες τα ταχύγλωσσα
      γενική των ταχύγλωσσων των ταχύγλωσσων των ταχύγλωσσων
    αιτιατική τους ταχύγλωσσους τις ταχύγλωσσες τα ταχύγλωσσα
     κλητική ταχύγλωσσοι ταχύγλωσσες ταχύγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχύγλωσσος < ελληνιστική κοινή ταχύγλωσσος < αρχαία ελληνική ταχύς + γλώσσα

  Επίθετο

επεξεργασία

ταχύγλωσσος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία