Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cerotto
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
cerotto
<
μεσαιωνική ελληνική
κηρωτόν
(=
έμπλαστρο
αλειμμένο με
κερί
) <
αρχαία ελληνική
κηρωτός
(αλειμμένος με κερί) <
κηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cerotto
(it)
τσιρότο
λευκοπλάστης