Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κηρωτόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηρωτόν και κηρωτή

  1. τσιρότο
  2. αλοιφή από κηρέλαιο, με την οποία αλείφονταν οι παλαιστές