↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηρωτός η κηρωτή το κηρωτό
      γενική του κηρωτού της κηρωτής του κηρωτού
    αιτιατική τον κηρωτό την κηρωτή το κηρωτό
     κλητική κηρωτέ κηρωτή κηρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηρωτοί οι κηρωτές τα κηρωτά
      γενική των κηρωτών των κηρωτών των κηρωτών
    αιτιατική τους κηρωτούς τις κηρωτές τα κηρωτά
     κλητική κηρωτοί κηρωτές κηρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηρωτός < αρχαία ελληνική κηρωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

κηρωτός, -ή, -ό

  1. ο επαλειμμένος με κερί, ώστε να καταστεί αδιάβροχος
    κηρωτό ύφασμα (=μουσαμάς), κηρωτό έμπλαστρο (=τσιρότο), κηρωτή αλοιφή (=κηραλοιφή)
    Ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἦτο μέ τήν νιτσεράδα του, μέ τόν κηρωτόν πῖλόν του μέ τόν ἱμάντα δεδεμένον ὑπό τόν πώγωνα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κηρωτός κηρωτή τὸ κηρωτόν
      γενική τοῦ κηρωτοῦ τῆς κηρωτῆς τοῦ κηρωτοῦ
      δοτική τῷ κηρωτ τῇ κηρωτ τῷ κηρωτ
    αιτιατική τὸν κηρωτόν τὴν κηρωτήν τὸ κηρωτόν
     κλητική ! κηρωτέ κηρωτή κηρωτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κηρωτοί αἱ κηρωταί τὰ κηρωτᾰ́
      γενική τῶν κηρωτῶν τῶν κηρωτῶν τῶν κηρωτῶν
      δοτική τοῖς κηρωτοῖς ταῖς κηρωταῖς τοῖς κηρωτοῖς
    αιτιατική τοὺς κηρωτούς τὰς κηρωτᾱ́ς τὰ κηρωτᾰ́
     κλητική ! κηρωτοί κηρωταί κηρωτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κηρωτώ τὼ κηρωτᾱ́ τὼ κηρωτώ
      γεν-δοτ τοῖν κηρωτοῖν τοῖν κηρωταῖν τοῖν κηρωτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηρωτός < κηρόω < κηρός

  Επίθετο

επεξεργασία

κηρωτός, -ή, -ό

  1. ο επαλειμμένος με κερί
  2. (ως ουσιαστικό) κηρωτόν/κηρωτή: τσιρότο
  3. (ως ουσιαστικό) κηρωτόν/κηρωτή: αλοιφή από κηρέλαιο, με το οποίο αλείφονταν οι παλαιστές