τσιρότο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιρότο | τα | τσιρότα |
γενική | του | τσιρότου | των | τσιρότων |
αιτιατική | το | τσιρότο | τα | τσιρότα |
κλητική | τσιρότο | τσιρότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιρότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cerotto < μεσαιωνική λατινική cerotum < ελληνιστική κοινή *κηρωτόν ή μεσαιωνική ελληνική κηρωτόν (έμπλαστρο αλειμμένο με κερί) < αρχαία ελληνική κηρωτός (αλειμμένος με κερί) < κηρός (αντιδάνειο)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιρότο ουδέτερο
- είδος λεπτού, αυτοκόλλητου επιδέσμου / έμπλαστρου
- λευκοπλάστης
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσιρότο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τσιρότο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «τσηρώτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «τσηρώτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «τσιρότο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .