Schnellverband
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Schnellverband < → δείτε τις λέξεις schnell και Verband, κυριολεκτικά: γρήγορος επίδεσμος (ταχυεπίδεσμος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʃnɛlfɛɐ̯bant/
Ουσιαστικό επεξεργασία
Schnellverband (de) αρσενικό