Δείτε επίσης: πίλος, πιλός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πῖλος οἱ πῖλοι
      γενική τοῦ πίλου τῶν πίλων
      δοτική τῷ πίλ τοῖς πίλοις
    αιτιατική τὸν πῖλον τοὺς πίλους
     κλητική ! πῖλε πῖλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πίλω
γεν-δοτ τοῖν  πίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πῖλος < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν έχει επιβεβαιωθεί η σχέση με τη λατινική pilus (τρίχωμα, τρίχα), pileus (καπέλο), λέξεις αγνώστου ετύμου, οπότε, ούτε με την παλαιά άνω γερμανική *filz < Filz (σκούφος), ή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pil- (τρίχα) (*pil-s-o).[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πῖλος, -ου αρσενικό (θηλυκό στον Θεόφραστο)

  1. μαλλί ή τρίχες κατεργασμένα σε πυκνό πίλημα
  2. (ύφασμα) μάλλινο ή τσόχινο ύφασμα
  3. (ενδυμασία) μάλλινο ή τσόχινο κάλυμμα κεφαλής, σκούφος, πίλος
  4. (υπόδηση) ένδυμα ή υπόδημα από τσόχα
  5. (ελληνιστική σημασία)
    1. είδος μύκητα δέντρου με σφαιρικό σχήμα
    2. μπάλα, σφαίρα
    3. (φυτό) το είδος Polyporus igniarius (σε εκδόσεις του Θεόφραστου, Περὶ φυτῶν ἱστορία, αρσενικό, και θηλυκό @scaife.perseus)

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
πιλο- 

παράγωγα & σύνθετα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πίλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πῖλος σελ. 1190 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.