πιλοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιλοποιός < ελληνιστική κοινή πιλοποιός < αρχαία ελληνική πῖλος + ποιέω, αναλύεται πίλ(ος) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιλοποιός αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πιλοποιείο
- πιλοποιία
- → δείτε τις λέξεις πίλος και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιλοποιός
|