Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιλοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πιλοποιεί
ο
τα
πιλοποιεί
α
γενική
του
πιλοποιεί
ου
των
πιλοποιεί
ων
αιτιατική
το
πιλοποιεί
ο
τα
πιλοποιεί
α
κλητική
πιλοποιεί
ο
πιλοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιλοποιείο
<
πίλ(ος)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιλοποιείο
ουδέτερο
εργαστήριο
/
εργοστάσιο
παραγωγής
καπέλων
Συνώνυμα
επεξεργασία
πιλοποιία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πιλοποιός
,
πίλος
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιλοποιείο