πίλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πίλος | οι | πίλοι |
γενική | του | πίλου | των | πίλων |
αιτιατική | τον | πίλο | τους | πίλους |
κλητική | πίλε | πίλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῖλος (στη σημασία: σκούφος από τσόχα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐λος
- τονικό παρώνυμο: πηλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίλος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καπέλο από μαλακό υλικό
|
Πηγές
επεξεργασία- πίλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πίλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πίλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)