Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιλοπώλης οι πιλοπώλες
      γενική του πιλοπώλη των πιλοπωλών
    αιτιατική τον πιλοπώλη τους πιλοπώλες
     κλητική πιλοπώλη πιλοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιλοπώλης < πίλος + -ο- + -πώλης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιλοπώλης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία