πιλοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιλοφορώ < ελληνιστική κοινή πιλοφορέω < αρχαία ελληνική πῖλος + φορέω < φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαπιλοφορώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιλοφορώ | πιλοφορούσα | θα πιλοφορώ | να πιλοφορώ | πιλοφορώντας | |
β' ενικ. | πιλοφορείς | πιλοφορούσες | θα πιλοφορείς | να πιλοφορείς | (πιλοφόρει) | |
γ' ενικ. | πιλοφορεί | πιλοφορούσε | θα πιλοφορεί | να πιλοφορεί | ||
α' πληθ. | πιλοφορούμε | πιλοφορούσαμε | θα πιλοφορούμε | να πιλοφορούμε | ||
β' πληθ. | πιλοφορείτε | πιλοφορούσατε | θα πιλοφορείτε | να πιλοφορείτε | πιλοφορείτε | |
γ' πληθ. | πιλοφορούν(ε) | πιλοφορούσαν(ε) | θα πιλοφορούν(ε) | να πιλοφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιλοφόρησα | θα πιλοφορήσω | να πιλοφορήσω | πιλοφορήσει | ||
β' ενικ. | πιλοφόρησες | θα πιλοφορήσεις | να πιλοφορήσεις | πιλοφόρησε | ||
γ' ενικ. | πιλοφόρησε | θα πιλοφορήσει | να πιλοφορήσει | |||
α' πληθ. | πιλοφορήσαμε | θα πιλοφορήσουμε | να πιλοφορήσουμε | |||
β' πληθ. | πιλοφορήσατε | θα πιλοφορήσετε | να πιλοφορήσετε | πιλοφορήστε | ||
γ' πληθ. | πιλοφόρησαν πιλοφορήσαν(ε) |
θα πιλοφορήσουν(ε) | να πιλοφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιλοφορήσει | είχα πιλοφορήσει | θα έχω πιλοφορήσει | να έχω πιλοφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιλοφορήσει | είχες πιλοφορήσει | θα έχεις πιλοφορήσει | να έχεις πιλοφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιλοφορήσει | είχε πιλοφορήσει | θα έχει πιλοφορήσει | να έχει πιλοφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιλοφορήσει | είχαμε πιλοφορήσει | θα έχουμε πιλοφορήσει | να έχουμε πιλοφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιλοφορήσει | είχατε πιλοφορήσει | θα έχετε πιλοφορήσει | να έχετε πιλοφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιλοφορήσει | είχαν πιλοφορήσει | θα έχουν πιλοφορήσει | να έχουν πιλοφορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιλοφορώ
|