πιλοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιλοφόρος < ελληνιστική κοινή πιλοφόρος < αρχαία ελληνική πῖλος + φορέω < φέρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιλοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιλοφόρος
|