πηλίκο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηλίκο | τα | πηλίκα |
γενική | του | πηλίκου | των | πηλίκων |
αιτιατική | το | πηλίκο | τα | πηλίκα |
κλητική | πηλίκο | πηλίκα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πηλίκο < αρχαία ελληνική πηλίκος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) quotient (< λατινικά quotiens)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πηλίκο ουδέτερο
- (αριθμητική) το αποτέλεσμα της διαίρεσης
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μηδέν εις το πηλίκο(ν): κανένα αποτέλεσμα
- πηλίκο ευφυΐας