πηλίκος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πηλίκος < ἧλιξ
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
πηλίκος, -η, -ον
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
πηλίκος, -η, -ον