γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      πηλίκος      πηλίκη      πηλίκον
      γενική πηλίκου πηλίκης πηλίκου
      δοτική πηλίκ πηλίκ πηλίκ
    αιτιατική πηλίκον πηλίκην πηλίκον
     κλητική !
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      πηλίκοι      πηλίκαι      πηλίκ
      γενική πηλίκων πηλίκων πηλίκων
      δοτική πηλίκοις πηλίκαις πηλίκοις
    αιτιατική πηλίκους πηλίκᾱς πηλίκ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      πηλίκω      πηλίκ      πηλίκω
      γεν-δοτ πηλίκοιν πηλίκαιν πηλίκοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηλίκος < π(ο)- (όπως και στο πόθεν) + ἡλίκος [1]

  Αντωνυμία

επεξεργασία

πηλίκος, -η, -ον

  1. (ερωτηματική αντωνυμία) πόσο μεγάλος;
  2. (ερωτηματική αντωνυμία) ποιας ηλικίας;
  3. (αόριστη αντωνυμία) κάποιας ηλικίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πηλίκο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.