Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλίκος < ἧλιξ

  Αντωνυμία επεξεργασία

τηλίκος

  1. (δεικτική) τόσο μεγάλος
  2. (δεικτική) τέτοιας ηλικίας

Δείτε επίσης επεξεργασία