ἡλίκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἡλίκος < ἧλιξ
Αντωνυμία
επεξεργασίαἡλίκος, -η, -ον
- τόσο μεγάλος όσο ...
- τόσο μεγάλος σε ηλικία όσο ...
- (σε πλάγιες ερωτήσεις, αντί της ερωτηματικής πηλίκος) πόσο μεγάλος; ποιας ηλικίας;
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἡλίκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡλίκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.