Δείτε επίσης: Ἦλιξ

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἧλιξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἧλιξ, -ικος αρσενικό ή θηλυκό

  1. συνομήλικος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 32.5
    ἐπεὶ ὦν τοὺς νεηνίας ἀποπεμπομένους ὑπὸ τῶν ἡλίκων, ὕδατί τε καὶ σιτίοισι εὖ ἐξηρτυμένους,
    Ξαπόστειλαν λοιπόν τους νεαρούς οι συνομήλικοί τους, γερά εφοδιασμένους με νερό και τρόφιμα,
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1437
    ἐμοὶ μέν, ὦνδρες ἥλικες, δοκεῖ λέγειν δίκαια·
    Νομίζω, συνομήλικοι, πως έχει λίγο δίκιο·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Ρητορική, 1.1371b
    ἧλιξ ἥλικα τέρπει,
    ο συνομήλικος είναι ευχάριστος στον συνομήλικό του
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
  2. σύντροφος, εταίρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἧλιξ

  1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, συνομήλικος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 373 (στίχοι 371-373)
    εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι, | αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης, | ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
    αλλά και βόδια αν είχαμε να οργώσουμε, πες τα καλύτερα, | μεγάλα, ορμητικά και καλοχορτασμένα, | ισόπαλα στα χρόνια και στη δύναμη, στον μόχθο ακούραστα,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    → δείτε παράθεμα στο ἇλιξ
  2. ίσος, όμοιος
    → δείτε παράθεμα στο ἇλιξ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία